- θρομβώδης
- θρομβώδηςmasc/fem acc pl (attic epic doric)θρομβώδηςmasc/fem nom/voc pl (doric aeolic)θρομβώδηςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θρομβώδης — ες (Α θρομβώδης, ες) [θρόμβος] αυτός που είναι γεμάτος θρόμβους, που έχει πήξει σε θρόμβους νεοελλ. αυτός που αποτελείται από μεγάλες σταγόνες. επίρρ... θρομβωδώς με θρομβώδη τρόπο … Dictionary of Greek
θρομβώδη — θρομβώδης neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) θρομβώδης masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) θρομβώδης masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρομβῶδες — θρομβώδης masc/fem voc sg θρομβώδης neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρομβώδεα — θρομβώδης neut nom/voc/acc pl (epic ionic) θρομβώδης masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρομβώδεις — θρομβώδης masc/fem acc pl θρομβώδης masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρομβωδῶν — θρομβώδης masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρομβώδεσι — θρομβώδης masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρομβώδους — θρομβώδης masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρομβωδεστέρα — θρομβωδεστέρᾱ , θρομβώδης fem nom/voc/acc comp dual θρομβωδεστέρᾱ , θρομβώδης fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek